- ἀπτέρυγος
- ἀπτέρῠγος, ον,A without wings, Hedyleap.Ath.7.297b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπτέρυγος — without wings masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απτέρυγος — κ. αφτέρουγος κ. απτερύγωτος, η, ο (Α ἀπτέρυγος, ον) αυτός που δεν έχει βγάλει ακόμη φτερά … Dictionary of Greek
ἀπτερύγους — ἀπτέρυγος without wings masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτερύγων — ἀπτέρυγος without wings masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)